- ὀρσοτρίαινα
- ὀρσοτρίαιναwielder of the tridentmasc nom sg (epic doric)ὀρσοτριαίνηςmasc voc sg (doric)ὀρσοτριαίνηςmasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀρσοτριαίνα — ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτρίαινα wielder of the trident masc gen sg (doric aeolic) ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτριαίνης masc nom/voc/acc dual (doric) ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτριαίνης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορσοτρίαινα — ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν ο + τρίαινα] … Dictionary of Greek
ὀρσοτριαίνης — ὀρσοτρίαινα wielder of the trident masc nom sg (doric) ὀρσοτριαίνης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)